- καρδιόπληκτος
- καρδιό-πληκτος, im Herzen getroffen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρδιόπληκτος — καρδιόπληκτος, ον (Α) (σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
καρδιόπληκτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοπλήκτους — καρδιόπληκτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek